Μαντέρνο, Κάρλο

Μαντέρνο, Κάρλο
(Carlo Maderno, Καπολάγκο, Καντόνι Τικίνου 1556 - Ρώμη 1629). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ήταν ένας από τους πολυάριθμους Λομβαρδούς καλλιτέχνες οι οποίοι εργάστηκαν στη Ρώμη τον 16o και 17o αι. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο μεταξύ μανιερισμού και μπαρόκ. Το σημαντικότερο έργο του ήταν η ολοκλήρωση της βασιλικής του Αγίου Πέτρου και η μετατροπή του σχήματός της από περίκεντρο όπως την είχαν σχεδιάσει αρχικά ο Μπραμάντε και ο Μιχαήλ-Άγγελου σε σχήμα βασιλικής, σύμφωνα με τις λειτουργικές απαιτήσεις της Αντιμεταρρύθμισης. Ο Μ. έδωσε μεγαλύτερο μήκος στον κυρίως ναό και τοποθέτησε εμπρός μια τεράστια στοά με οκτώ κορινθιακούς κίονες και τέσσερις πεσσούς. Η πρόσοψη αυτή στέφεται από έναν εξώστη ο οποίος αποτελεί τη συνέχεια του εξώστη με τον οποίο ο Μιχαήλ-Άγγελος είχε περιβάλει την αψίδα και χρησιμεύει ως ισχυρό έρεισμα του τρούλου. Η πρόσοψη, με τον τονισμό των πλαστικών στοιχείων και την τάση να απελευθερώσει και να αναδείξει τους όγκους τους οποίους προσπάθησε να αποκηρύξει ο ύστερος μανιερισμός, προμηνύει το μπαρόκ. Άλλα έργα του Μ. είναι η πρόσοψη της Αγίας Σουζάνας (1603), η εκκλησία του Σαντ Αντρέα ντέλα Βάλε (1608), την πρόσοψη του οποίου τελείωσε με ορισμένες παραλλαγές ο Κάρλο Ραϊνάλντι το 1665, η εκκλησία της Σάντα Μαρία ντέλα Βιτόρια (1608-20) και οι μεγάλες εργασίες στα μέγαρα Ματέι (1606-16) και Κίτζι στην πλατεία Κολόνα, καθώς και το μέγαρο Μαρμπερίνι, που πραγματοποιήθηκε κατά ένα μέρος από τον Μ. και συνεχίστηκε με αρκετές μετατροπές από τον Μπερνίνι. Η πρόσοψη της εκκλησίας της Aγίας Σουζάνας στη Ρώμη (1603), έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Κάρλο Μαντέρνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Καικιλία — (Caecilia, 2oς αι. μ.Χ.). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γεννήθηκε στη Ρώμη από οικογένεια πατρικίων. Ασπάστηκε τον χριστιανισμό κρυφά από τους γονείς της. Αναγκάστηκε να παντρευτεί τον εθνικό Βαλεριανό, τον οποίο κατόρθωσε τελικά να… …   Dictionary of Greek

  • Καικίλιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Σέξτος Αφρικανός (2ος αι. μ.Χ). Νομικός, μαθητής του Ιουλιανού. Έγραψε τα έργα Ζητήματα (9 τόμοι), Επιστολές (20 βιβλία) και τη μονογραφία Περί μοιχών. 2. Στάτιος (Μεδιόλανο 219; – 166; π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”